Ο Εναέριος εδώ στη Λεμεσό είναι γνωστό τοπωνύμιο στο ανατολικό παραλιακό της μέτωπο, πλησίον της εισόδου της πόλης μας ερχόμενοι από τη Λευκωσία. Είναι η περιοχή όπου υπάρχουν αρκετά «στέκια» των νεαρών κι όχι μόνο, όπως καφετερίες, ζαχαροπλαστεία, φαστφουντάδικα κ.τ.λ. Εκεί ακριβώς πάνω στην παραλία απέναντι από τα κέντρα που προανέφερα, και δίπλα από τη μικρή αποβάθρα, είναι το περίπτερο (καφετερία) «Ο ΕΝΑΕΡΙΟΣ». Σ' αυτό το σημείο στην παραλία ήταν κτισμένη αποθήκη συγκέντρωσης σάκων αμιάντου που κατέφθαναν από το ορυχείο και εργοστάσιο επεξεργασίας αμιάντου στο ομώνυμο με το ορυκτό, χωριό του Πάνω Αμιάντου. Από την αποθήκη αυτή το ορυκτό φορτωνόταν σε παλέτες σε μεγάλες βάρκες (μαούνες), που ακουμπούσαν στην αποβάθρα που βρισκόταν μπροστά από την αποθήκη προς τη μεριά της θάλασσας. Στη συνέχεια οι μεγάλες βάρκες μεταφέρονταν με ρυμουλκό προς το πλοίο που ανέμενε στα βαθιά, όπου φορτώνονταν σ' αυτό για εξαγωγή.
Αυτή η αποθήκη συγκεντρώσης των σάκων αμιάντου ήταν το τερματικό του εναέριου σιδηρόδρομου που ερχόταν από τον Πάνω Αμίαντο. Στο εσωτερικό της αποθήκης του εναέριου σιδηρόδρομου κατέληγαν τα συρματόσχοινα που ήσαν οι τροχιές των βαγονιών με τους σάκους αμιάντου, ερχόμενα εναερίως από το ορυχείο-εργοστάσιο στον Πάνω Αμίαντο. Αυτή η διαδρομή από τον Πάνω Αμίαντο μέχρι την αποθήκη στην παραλία ήταν περίπου 30-35 χιλιόμετρα. Στο μήκος όλης της διαδρομής του εναέριου υπήρχαν δύο υποσταθμοί, ένας πολύ σημαντικός στο χωριό Σπιτάλι και ένας μικρότερος στο χωριό Άγιος Μάμας.
Τα βαγόνια του εναέριου σιδηρόδρομου άρχιζαν τη διαδρομή τους από τις αποθήκες του εργοστασίου στον Πάνω Αμίαντο. Εκεί υπήρχε μια «εξακύλινδρη» μηχανή εσωτερικής καύσης ντίζελ που αναλάμβανε το ρόλο της κίνησης των βαγονιών μέσω κινούμενου συρματόσχοινου, μέχρι τον υποσταθμό του Αγίου Μάμα. Η ολίσθηση των βαγονιών γινόταν πάντοτε πάνω σε εναέρια γραμμή από χονδρό συρματόσχοινο διαμέτρου περίπου 25mm, που υποκαθιστούσε τις σιδηρογραμμές του επίγειου σιδηρόδρομου. Έτσι τα βαγόνια κρέμονταν πάνω σ' αυτήν τη γραμμή, μέσω δύο χαλύβδινων τροχών, που ολίσθαιναν σ' αυτήν ελκόμενα από το κινούμενο συρματόσχοινο που το κινούσε η μηχανή ντίζελ του σταθμού (σ' αυτή την περίπτωση η μηχανή που βρισκόταν στον Πάνω Αμίαντο). Τα βαγόνια ήταν βασικά μια απλή πλατφόρμα από σίδηρο, διαστάσεως 50Χ100 cm περίπου, όπου ήταν αναρτημένη μέσω δύο στελεχών και των δύο τροχών ολίσθησης πάνω στο χονδρό συρματόσχοινο (25 mm). Το σύστημα με τα συρματόσχοινα και τα βαγόνια συγκρατιόταν ψηλά πάνω σε σιδηρόπυργους, σαν αυτούς περίπου που μεταφέρουν την υψηλή τάση της ηλεκτρικής.
Η συνολική εγκατάσταση του εναέριου σιδηρόδρομου απoτελείτo από τα κλειστά μηχανικά κυκλώματα του Πάνω Αμιάντου μέχρι τον Άγιο Μάμα, τον Άγιο Μάμα μέχρι το Σπιτάλι και από Σπιτάλι μέχρι την παραλιακή αποθήκη στη Λεμεσό. Οι μηχανές κίνησης βρίσκονταν μία στον Πάνω Αμίαντο και δύο στο Σπιτάλι. Έτσι, όταν τα βαγόνια έφθαναν στον Άγιο Μάμα, είτε από πάνω προς τα κάτω είτε από κάτω πρoς τα πάνω, υπήρχαν εργάτες εκεί όπου τα απoδέσμεuαν από το κύκλωμα άφιξής τους και τα κινούσαν στο άλλο κύκλωμα. Αυτή η διαδικασία γινόταν και στο σταθμό στο Σπιτάλι για τα βαγόνια που κατέφθαναν από τον Άγιο Μάμα και γι' αυτά που ερχόντουσαν από τη Λεμεσό. Στην παραλιακή αποθήκη της Λεμεσού, όταν κατέφθαναν τα βαγόνια, τα αποδέσμευαν από το κινούμενο κύκλωμα (κινούμενο συρματόσχοινο) και τα οδηγούσαν μέσω ουδέτερης γραμμής στο σημείο εκφόρτωσης της «παλέτας» με τους 4 σάκους από αμίαντο. Στη συνέχεια το οδηγούσαν άδειο στη γραμμή επιστροφής και το δέσμευαν πάνω στο κινούμενο συρματόσχοινο με προορισμό τον Πάνω Αμίαντο, μέσω των σταθμών που πρoανέφερα.
Η χρονική διάρκεια που χρειαζόταν να φθάσει κάθε βαγόνι από το ορυχείο του Πάνω Αμιάντου μέχρι την παραλιακή αποθήκη (ΕΝΑΕΡΙΟ) στη Λεμεσό ήταν περίπου 2 ώρες. Το ίδιο χρειαζόταν για να επιστρέψει πίσω στο ορυχείο.
Χρειαζόταν το όλο σύστημα του εναέριου σιδηρόδρομου αρκετή φροντίδα και συντήρηση, όπως τακτικό λάδιασμα και γρασάρισμα, και αντικατάσταση διαφόρων φθαρμένων εξαρτημάτων. Ένα από τα σοβαρά προβλήματα που παρουσίαζε, ήταν η ταλάντευση των συρματόσχοινων, λόγω και του ελλιπούς γρασαρίσματoς, που είχε σαν αποτέλεσμα κάποια βαγόνια να πέφτουν κάτω στο κενό.
ΑΔΑΜΟΣ ΚΟΜΠΟΣ
Δημοτικός Σύμβουλος Κ.Σ. ΕΔΕΚ Λεμεσού,
Αντιπρόεδρος Σχολικής Εφορείας Λεμεσού
Ιστορική αναδρομήΟ εναέριος σιδηρόδρομος κατασκευάστηκε στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο από Ιταλούς τεχνικούς περί το 1920. Το ορυχείο του αμιάντου, όμως, λειτουργούσε πριν από το 1920. Κρατήθηκε σε λειτουργία ο σιδηρόδρομος μέχρι το 1943 περίπου, όπου αργότερα άρχισαν να τον ξηλώνουν, μεταφέροντας όλα τα κομμάτια του στο εξωτερικό. Έμειναν μόνο τα κτήρια στον Πάνω Αμίαντο, και στο Σπιτάλι, καθώς επίσης και οι κούγκρινες βάσεις των σιδηρόπυργων σ' όλη τη διαδρομή του μέσα στα βουνά.Η όλη επιχείρηση του αμιάντου ήταν ένας συνεταιρισμός από Δανούς, Σουηδούς, Άγγλους και Ιρλανδούς. Δούλευαν σ' αυτήν πάνω από 40.000 άτομα, όπου η συντριπτική πλειοψηφία ήταν Κύπριοι. Το ορυχείο και ο Πάνω Αμίαντος είχαν όλες τις διευκολύνσεις της εποχής εκείνης, όπως ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, νοσοκομείο πλήρες, κινηματογράφο, σχολείο, καταστήματα, καφενεία, κ.τ.λ. Το ορυχείο κρατήθηκε σε λειτoυργία μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, όπου, μετά την απαγόρευση στη χρήση του αμιάντου, για λόγους υγείας έκλεισε.
Πηγή: http://www.sigmalive.com/simerini/analiseis/other/354636
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου